- ἐμπρόσθιος
- ἐμπρόσθιοςforemasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εμπρόσθιος — α, ο (AM ἐμπρόσθιος, ον) αυτός που βρίσκεται μπροστά, πρόσθιος, μπροστινός αρχ. αστρον. αυτός που προηγείται στην ημερήσια κίνηση τού ουρανού. επίρρ... εμπροσθίως κατά το εμπρόσθιο μέρος, από εμπρός … Dictionary of Greek
ἐμπροσθίως — ἐμπρόσθιος fore adverbial ἐμπρόσθιος fore masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπρόσθιον — ἐμπρόσθιος fore masc/fem acc sg ἐμπρόσθιος fore neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπροσθίοιν — ἐμπρόσθιος fore masc/fem/neut gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπροσθίοις — ἐμπρόσθιος fore masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπροσθίοισιν — ἐμπρόσθιος fore masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπροσθίου — ἐμπρόσθιος fore masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπροσθίους — ἐμπρόσθιος fore masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπροσθίων — ἐμπρόσθιος fore masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπροσθίῳ — ἐμπρόσθιος fore masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)